συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… … Dictionary of Greek
λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… … Dictionary of Greek
κώθων — Στρατιωτικό ποτήρι από άργιλο μετρίου μεγέθους, κατά την αρχαιότητα. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μέταλλο χρησίμευαν ως αφιερώματα στους ναούς. Οι κ. τους οποίους χρησιμοποιούσαν στον στρατό είχαν το θολό κίτρινο χρώμα που είχε και το νερό που… … Dictionary of Greek
ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… … Dictionary of Greek
απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… … Dictionary of Greek
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
εμποτόπουλον — ἐμποτόπουλον, το (Μ) υποκορ. τού εμπότης, μικρό δοχείο με το οποίο έπιναν («τὸ ἄσπρον ἐμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
εμπότης — ἐμπότης, ο (Μ) δοχείο με το οποίο έπιναν κρασί ή νερό, στενόλαιμη κανάτα, μπότης («ἀπεστάλησαν ἐγκόλπιον χρυσοῡν και ἐμπότης κρύος», Άνν. Κομν.) … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
κωθωνιστήριον — κωθωνιστήριον, τὸ (Α) [κωθωνίζω] τόπος όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν … Dictionary of Greek